εμνήσθην

εμνήσθην
παθ. αόρ. от μιμνήσκω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εμνήσθην" в других словарях:

  • ἐμνήσθην — μιμνήσκω remind aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μιμνήσκω remind aor ind pass 1st sg μνάομαι to be mindful of imperf ind mp 3rd dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'μνήσθην — ἐμνήσθην , μιμνήσκω remind aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐμνήσθην , μιμνήσκω remind aor ind pass 1st sg ἐμνήσθην , μνάομαι to be mindful of imperf ind mp 3rd dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Heraklit von Halikarnassos — (altgriechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, latinisiert Heraclitus Halicarnassensis, * um 320 v. Chr. in Halikarnassos; † um 260 v. Chr.) war ein hellenistischer Dichter und Verfasser von Elegien aus Karien in der heutigen Türkei. Über sein Leben… …   Deutsch Wikipedia

  • πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …   Dictionary of Greek

  • τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»